πάγανα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σφύρα» … Dictionary of Greek
παγάνα — η και παγανιά, η ομαδικό κυνήγι άγριων ζώων ή το σύνολο των ατόμων που παίρνουν μέρος σ αυτήν: Μόλις έπεσε χιόνι βγήκαν οι πέντε για παγάνα στό βουνό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παγανίζω — [παγάνα] κυνηγώ με τη μέθοδο τής παγάνας, κάνω παγάνα, ανιχνεύω και καταδιώκω θηράματα από διάφορα σημεία … Dictionary of Greek
Armatoloi — (pronounced ar ma to LEE ), (Greek plural Αρματολοί; singular Armatolos Αρματολός; also called Armatoles in English) were Greek Christian irregular soldiers, or militia, commissioned by the Ottomans to enforce the Sultan s authority within an… … Wikipedia
παγαναία — παγαναία, ἡ (Μ) [παγάνα] ο τόπος όπου στήθηκε ομαδική ενέδρα, το σημείο τής παγάνας για σύλληψη ζώου … Dictionary of Greek
παγανιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ.), στην πρώην επαρχία Γυθείου, του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυβίων. * * * η βλ. παγάνα … Dictionary of Greek
παγανιστής — (I) ο, θηλ. ίστρια [παγανίζω] κυνηγός που μετέχει σε παγάνα. (II) ο, θηλ. ίστρια 1. οπαδός τού παγανισμού, μη χριστιανός, ενεργό μέλος μιας πολυθεϊστικής κοινότητας, ειδωλολάτρης 2. μτφ. άθρησκος και ηδονιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. paganus… … Dictionary of Greek
παγανό — το, και παγανός, ο 1. συν. στον πληθ. τα παγανά (λαογρ.) δαιμόνια, ξωτικά που ο λαός πίστευε ότι εμφανίζονται κατά τη διάρκεια τού δωδεκαήμερου, καλικάντζαροι 2. (ο τ. τού αρσ.) (σκωπτικά) άνθρωπος χωλός ή με άλλο εμφανές σωματικό ελάττωμα.… … Dictionary of Greek
καλικάντζαροι — Δαιμονικά πειραχτικά όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη, οι κ. εμφανίζονταν τις νύχτες του δωδεκαήμερου, μεταξύ Χριστουγέννων και Θεοφανίων, και λέρωναν τις προμήθειες των νοικοκυραίων, έπιαναν όσους ανθρώπους… … Dictionary of Greek
παγανίζω — ισα, ισμένος, παίρνω μέρος σε παγάνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)